νυχτερεύω

νυχτερεύω
αμετ. бодрствовать, не спать ночью; работать ночью

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "νυχτερεύω" в других словарях:

  • νυχτερεύω — και νυκτερεύω (ΑΜ νυκτερεύω) περνώ τη νύχτα άγρυπνος επειδή εργάζομαι ή επειδή ασχολούμαι με κάτι, ξενυχτώ («βουλόμεθα καὶ δειπνῆσαι καὶ νυκτερεῡσαι», Ξεν.) νεοελλ. εργάζομαι κατά τη νύχτα («στού Παρνασσού τη ρίζα πόσοι νυκτερεύουν», Παλαμ.).… …   Dictionary of Greek

  • νυχτερεύω — περνώ τη νύχτα άγρυπνος για λόγους εργασίας ή άλλης απασχόλησης, κάνω νυχτέρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νυκτερεύω — (ΑΜ νυκτερεύω) βλ. νυχτερευω …   Dictionary of Greek

  • νυχτέρεμα — το [νυχτερεύω] νυχτέρι …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»